ὁπλοχαρής

ὁπλοχαρής
ὁπλοχαρής
delighting in arms
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οπλοχαρής — ὁπλοχαρής, ές (Α) αυτός που αγαπά τα όπλα, που χαίρεται με τα όπλα, πολεμοχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιματο χαρής] …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”